Κρεμόνα

Κρεμόνα
(Cremona). Πόλη (70.887 κάτ. το 2001) της βόρειας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.771 τ. χλμ., 334.087 κάτ.) στην περιοχή της Λομβαρδίας. Είναι χτισμένη στην ανατολική όχθη του ποταμού Πάδου. Αποτελεί πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο, με εργοστάσια επεξεργασίας τροφίμων, κατασκευής αγροτικών μηχανημάτων και υφαντουργίας μεταξωτών στην ευρύτερη περιφέρειά της, καθώς επίσης και εργαστήρια –διεθνούς φήμης– κατασκευής μουσικών οργάνων, κυρίως εγχόρδων. Οι πιο γνωστοί κατασκευαστές μουσικών οργάνων στην ιστορία της Κ. υπήρξαν οι Αντρέα, Αντόνιο, Τζιρόλαμο, Νικολό και Τζιρόλαμο Β’ Αμάτι (16ος και 17ος αι., βλ. λ. Αμάτι), οι οποίοι εργάστηκαν για τον Κάρολο Θ’ και τον Ερρίκο Δ’. Αξιομνημόνευτοι κατασκευαστές οργάνων ήταν και οι Τζουζέπε Τζοβάνι Μπατίστα και Τζουζέπε Αντόνιο Γκουαρνέρι (βλ. λ. Γκουαρνέρι). Στην πόλη, που αποτελεί επισκοπική έδρα, διασώζονται πολλοί ναοί εξαιρετικής αρχιτεκτονικής. Ένας από αυτούς είναι ο καθεδρικός ναός λομβαρδικού ρυθμού, που θεμελιώθηκε το 1190 και αποπερατώθηκε από τον Τζιάκομο Ποράτα το 1273. Στον ναό υπάρχουν νωπογραφίες των Ρομανίνο και Πορντενόνε και ανάγλυφα του Αντελάμι. Το κωδωνοστάσιό του, που φέρει την ονομασία Τοράτσο, είναι οικοδόμημα του 1250. Αξιόλογη είναι επίσης η εκκλησία του Αγίου Αυγουστίνου, γοτθικού ρυθμού, καθώς και εκείνη του Αγίου Πέτρου, αναγεννησιακού ρυθμού. Στα μνημεία της πόλης συγκαταλέγονται το κοινοτικό μέγαρο (13ος αι.), τα ανάκτορα Φόντρι (τέλη 15ου αι.), Ραϊμόντι και Στάνγκα (16ος αι.). Εξίσου σημαντικά είναι και τα εκθέματα του μουσείου της πόλης. Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους το 218 π.Χ. και σύντομα εξελίχθηκε σε κομβικό σημείο εμπορικών συναλλαγών. Το 69 μ.Χ. καταστράφηκε από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό στη διάρκεια της διαμάχης του με τον Αύλο Βιτέλιο για την κατάκτηση του θρόνου, αλλά ανοικοδομήθηκε από τον ίδιο και γνώρισε μεγάλη ακμή μέχρι το 603, οπότε υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή από τους Λομβαρδούς. Στη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ Γουέλφων και Γιβελίνων (12ος αι.) η πόλη υπέστη για άλλη μία φορά σημαντικές καταστροφές. Το 1702 ενώθηκε με το δουκάτο του Μιλάνου και στον πόλεμο της διαδοχής της Ισπανίας κυριεύθηκε από τους Γάλλους. Οι Γάλλοι κατέλαβαν την πόλη το 1796, καθώς και το 1800, οπότε την κατέστησαν πρωτεύουσα της διοικητικής περιφέρειας του Άνω Πάδου. Από το 1814 έως το 1859 βρισκόταν υπό την κατοχή της Αυστρίας, για να απελευθερωθεί τελικά και να ταυτίσει την τύχη της με τις υπόλοιπες περιοχές της Ιταλίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κρεμόνα, Λουίτζι — (Luigi Cremona, Παβία 1830 – Ρώμη 1903). Ιταλός μαθηματικός. Σπούδασε στη γενέτειρά του και το 1860 κατέλαβε την έδρα του καθηγητή της ανώτερης γεωμετρίας στην Μπολόνια, αργότερα στο Μιλάνο και τέλος στη Ρώμη (1873). Ο Κ. ασχολήθηκε με τη θεωρία… …   Dictionary of Greek

  • Βιβάκουλος, Μάρκος Φούριος — (Κρεμόνα 103 – 10; π.Χ.). Λατίνος ποιητής δηκτικών ιάμβων και επικών ποιημάτων, που εξυμνούσαν τα κατορθώματα του Ιουλίου Καίσαρα στον Ρήνο. Όταν ο Καίσαρ άρχισε να εκδηλώνει μοναρχικές τάσεις, ο Β. έγινε σφοδρός επικριτής του …   Dictionary of Greek

  • Γκουαρνέρι — (Guarneri).Οικογένεια Ιταλών οργανοποιών από την Κρεμόνα. Πρεσβύτερος της οικογένειας υπήρξε ο Αντρέα (Andrea, Κρεμόνα 1626 1698). Μαθητής αρχικά του Νικόλα Αμάτι, διάσημου οργανοποιού από την Κρεμόνα, απομακρύνθηκε αργότερα από τη σχολή του,… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αμάτι — (Amati).Επώνυμο οικογένειας από την Κρεμόνα της Ιταλίας, που διακρίθηκε στην κατασκευή έγχορδων μουσικών οργάνων, κυρίως των περίφημων ομώνυμων βιολιών. 1. Αντρέα (Andrea A., περ. 1535 – περ. 1611). O πρώτος της οικογένειας και ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • Λιουτπράνδος — I (Liutprand, ; – 744 μ.Χ.). Βασιλιάς των Λογγοβάρδων (712 744). Ο Λ. επιδόθηκε στη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας των κτήσεών του και εκμεταλλεύτηκε τις προστριβές μεταξύ του πάπα και του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης σχετικά με το ζήτημα της… …   Dictionary of Greek

  • Όθων, Μάρκος Σάλβιος — (Marcus Salvius Otho32 – 69 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο του 69 μ.Χ. Αφού πέρασε τα νεανικά του χρόνια διασκεδάζοντας στη Ρώμη, παντρεύτηκε την Ποππαία Σαβίνα, πρώην σύζυγο ενός Ρωμαίου ιππότη. Όταν ο Νέρων την… …   Dictionary of Greek

  • Στραντιβάριους, Αντόνιο — (Stradivarius). Ιταλός οργανοποιός (Κρεμόνα 1643 – 1737), γνωστός και με το επώνυμο Στραντιβάρι. Από αριστοκρατική οικογένεια, αφοσιώθηκε στην κατασκευή μουσικών οργάνων έχοντας ως δάσκαλο τον περίφημο Νικόλα Αμάτι (1596 1684), ανιψιό του Αντρέα… …   Dictionary of Greek

  • Φίλιππος-Μαρία Βισκόντι — (Filippo Maria Visconti, Μιλάνο 1392 – 1447). Γιος του Τζιαν Γκαλεάτσο και της Αικατερίνης Βισκόντι, ήταν αρχικά κόμης της Παβία, την οποία κληρονόμησε από τον πατέρα του, και σε ηλικία μόλις είκοσι ετών διαδέχθηκε τον αδελφό του Τζιοβάνι Μαρία… …   Dictionary of Greek

  • αέτωμα — Αρχιτεκτονικός όρος. Α. ονομάζεται το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρίσκεται πάνω από τον θριγκό, στις δύο στενές πλευρές του ναού και αντιστοιχεί δομικά στον χώρο που περικλείουν οι δύο πλάγιες γραμμές της σαμαρωτής στέγης και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”